- εμπνέω
- ενέπνευσα και έμπνευσα, εμπνεύστηκα, εμπνευσμένος, μτβ. και αμτβ.1. μτφ., βάζω σε κάποιον (σαν με πνοή) ιδέα, γνώμη, επιθυμία κτλ.: Τες εμάζωξε της ελευθεριάς ο έρως και τας έμπνευσε χορό (Δ. Σολωμός).2. γεννώ στη φαντασία κάποιου λογοτεχνική, καλλιτεχνική ή επιστημονική σύλληψη: Η καταστροφή των Ψαρών ενέπνευσε το Δ. Σολωμό.3. παρακινώ, επηρεάζω τη θέληση ή τις ενέργειες κάποιου: Η μάνα της την ενέπνευσε να χωρίσει.4. το μέσ., εμπνέομαι έχω έμπνευση ή κυριαρχούμαι από κάποια ιδέα, βρίσκομαι κάτω από επίδραση κάποιου.5. η μτχ. παθ. πρκ. εμπνευσμένος, -η, -ο, α. που έχει εξαιρετική πνευματική ευαισθησία, που βρίσκεται σε κατάσταση έμπνευσης. β. ο ικανός να εμπνέει, να συγκινεί, να ενθουσιάζει: Εμπνευσμένος ρήτορας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.